- drehen
- drehen[ˈdreːən]I. vt1. (um Achse, auch FILM) γυρίζω,• den Kopf γυρίζω το κεφάλι,• das Radio leiser (umg) χαμηλώνω το ραδιόφωνο,• wie man es auch dreht und wendet όπως και να το πάρει κανείς,• vielleicht können wir die Sache so , dass … ίσως μπορούμε να παρουσιάσουμε τα πράγματα έτσι, ώστε …,2. (Zigarette) στρίβωII. vi (Wind, Schiff) γυρίζω, αλλάζω κατεύθυνση,• am Schalter γυρίζω το διακόπτηIII. vr1. (rotieren) γυρίζω, περιστρέφομαι,• mir dreht sich alles im Kopf όλα γυρίζουν στο κεφάλι μου,• er drehte sich auf den Rücken γύρισε ανάσκελα2. (betreffen) περιστρέφομαι (um +akk γύρω από),• die ganze Diskussion drehte sich um diese Frage όλη η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω απ' αυτό το ερώτημα,• es dreht sich nicht immer alles um dich δεν περιστρέφονται πάντα όλα γύρω από σένα
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.